- Κορίνθω
- Κόρινθοςatfem nom/voc/acc dualΚόρινθοςatfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κορίνθῳ — Κόρινθος at fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορίνθωι — Κορίνθῳ , Κόρινθος at fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Iglesia — Para otros usos de este término, véase Iglesia (desambiguación). Columna de Marciano, en Estambul, donde está dibujado un lábaro Contenido 1 … Wikipedia Español
METRAGYRTA — Graece Μητραγύρτης, Callias vocatur Aristoteli Rhetor. ad Theodect. l. 3. c. 2. Λέγω δ᾿ δ᾿ οἷον, οὐπεὶ τὰ ἐναντία εν τῷ αὐτῷ γένει, τὸ φᾶναι τὸν μὲν πτωχεύοντα ἔυχεςθαι, τὸν δ᾿ ἐυχόμενον πτωχεύειν. ἵτι ἄμφω ἀιτήσεις, τὸ εἰρημένον ἐςτὶ ποιεῖν, Ω῾ς … Hofmann J. Lexicon universale
VIRGINITAS — apud plerasque olim Gentes magno fuit in pretio: Unde quum legem Papiam Poppaeam sanciret Augustus, quâ Maritis praemia, caelibibus poenae constituebantur, non solum ab ea Virgines excepit Vestales: sed etiam honorem illis eundem, quem Matribus,… … Hofmann J. Lexicon universale
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
ενναυπηγούμαι — ἐνναυπηγοῡμαι, έομαι (Α) ναυπηγούμαι, κατασκευάζομαι σε έναν τόπο («τὰς τριήρεις πρῶτον ἐν Κορίνθῳ... ἐνναυπηγηθῆναι», Θουκ.) … Dictionary of Greek
μελαινίς — μελαινίς, ίδος, ἡ (Α) 1. ως κύριο όν. η Μελαινίς προσωνυμία τής Αφροδίτης στην Κόρινθο («ἧ καὶ Ἀφροδίτη ἡ ἐν Κορίνθῳ ἡ Μελαινὶς καλουμένη νυκτὸς ἐπιφαινομένη ἐμήνυεν ἐραστῶν ἔφοδον πολυταλάντων», Αθήν.) 2. είδος θαλάσσιου δίθυρου κοχυλιού που τό… … Dictionary of Greek
ξενικός — ή, ο (ΑΜ ξενικός, ή, όν, Α και ξενικός, όν ιων. τ. ξεινικός, ή, όν) [ξένος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ξένους, ο σχετικός με τους ξένους (α. «ξενικά ήθη και έθιμα» β. «ξενικόν νόμισμα», Πλάτ.) 2. αυτός που προέρχεται από ξένη χώρα,… … Dictionary of Greek
ψεύδομαι — ΝΜΑ, και μτγν. τ. ενεργ. ψεύδω Α 1. παραποιώ την αλήθεια, αναφέρω ανυπόστατα πράγματα, λέω ψέματα (α. «πάντοτε την αλήθειαν ομιλούντες πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους», Καβάφ. β. «καὶ πίστευσον, οὐ ψεύδομαι, μεγάλως ἀληθεύω», Πρόδρ. γ. «οὐ… … Dictionary of Greek